Κάθε καλοκαίρι που περνάει η μαγεία της σιωπής με αιχμαλωτίζει όλο και πιο πολύ. Θα μου πείτε, γιατί το καλοκαίρι; Γιατί δεν υπάρχει πιο βαθειά και πιο γεμάτη από ήχους σιωπή, απ’ τη σιωπή της καλοκαιρινής νύχτας.
Ξεκινάει με το τέλος του δειλινού μετά τον εσπερινό, τελετουργικό χορό-παιχνίδι των πουλιών. Αν σηκώσετε τα μάτια σας στον ουρανό, την ώρα που δύει ο ήλιος, θα δείτε ομάδες-ομάδες τα πουλιά να χορεύουν. Μια πετούν ίσια πάνω, μια με το κεφάλι κάτω, κάνουν κύκλους, πλησιάζουν παιχνιδιάρικα μεταξύ τους για να απομακρυνθούν γρήγορα. Αυτό είναι το τέλος της μέρας. Αυτό είναι η αρχή της σιωπής.
Συνήθως, η λέξη σιωπή μας φέρνει στο νου ένα κενό χωρίς κανένα ήχο, ίσως γεμάτο ανία. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα πιο πλούσιο σε ήχους από τη σιωπή. Οι γρύλοι, οι κρυμμένοι τραγουδιστές τραγουδούν τη σιωπή και είναι και οι ίδιοι σιωπή. Οι σαυρίτσες που θροΐζουν το χορτάρι, είναι σιωπή. Το μουρμούρισμα της κουκουβάγιας, είναι σιωπή. Ακόμα και το κύμα που ψιθυρίζει στα  χαλίκια είναι σιωπή.
Κάθε δειλινό, με το που χανόταν το φως, ένα σχεδόν αθόρυβο πετάρισμα με ειδοποιούσε για την επίσκεψη της φιλενάδας μου της κουκουβάγιας. Καθόταν πάνω σ’ένα στύλο, δίπλα σε μια ελιά και σιγομουρμούριζε τα νέα της ημέρας, προτού ξεκινήσει το νυχτερινό της κυνήγι.
Μόνο ένα βραδάκι δεν ήρθε. Εκείνο το βράδυ που σε κάποιο απ’ τα γειτονικά σπίτια – γειτονικό εννοώ στη πλαγιά του απέναντι λόφου – είχαν γλέντι οι άνθρωποι. Η μουσική, οι φωνές, οι τσιρίδες, τα χάχανα, δεν ήταν σιωπή. Αντίθετα, έπνιξαν τους ήχους της σιωπής και τάραξαν τα πλάσματά της.
Γιατί, άραγε, οι άνθρωποι δεν είμαστε πλάσματα της σιωπής; Γιατί οι φωνές μας κι οι ήχοι μας ταράζουν και διώχνουν τα πλάσματα της σιωπής; Γιατί όπου πάμε κι όπου βρεθούμε φωνάζουμε- ουρλιάζουμε, ίσως – ο ένας στον άλλον και αυτοπροσώπως και στα – αμέτρητα πια – τηλέφωνα, χωρίς κανείς να ακούει, ούτε τι λέει, ούτε τι του λένε;
Ξεχείλισε πια η φασαρία μας και απειλεί σοβαρά τη σιωπή όχι μόνο, του πλανήτη μας, αλλά και τη σιωπή του χάους που αγκαλιάζει όλους τους κόσμους. Έβλεπα  μια διαστημική φωτογραφία της γης πενήντα χρόνια πριν και μια τωρινή. Τότε ήταν ένας γαλάζιος πλανήτης. Τώρα είναι ένας απροσδιόριστα γκριζογάλανος πλανήτης. Γκρίζος απ’ τους αμέτρητους δορυφόρους και τα σκουπίδια που έχουμε πετάξει στο διάστημα κι έχουν μπει σε τροχιά γύρω μας, αλλάζοντας ακόμα και το χρώμα του πλανήτη.
Λέτε να καταφέρουμε να ταράξουμε και τη σιωπή του σύμπαντος;

0 Responses

Δημοσίευση σχολίου