Άδειοι δρόμοι που, επιτέλους, μοιάζουν καθαροί. Μπορεί να μυρίζουν άσφαλτο που λιώνει κάτω απ’ τον άσπρο, καυτό ήλιο, αλλά μόνο αυτό. Όχι εξατμίσεις αυτοκινήτων, όχι σκυλάκια με αδιάφορα αφεντικά, που περνούν κι αφήνουν τα …….. μυρωδάτα ίχνη τους στα πεζοδρόμια.
Κάθε Αύγουστο, αυτή η πόλη γυρίζει στην κατάσταση που θα έπρεπε να είναι όλο το χρόνο, στην κατάσταση που ήταν προτού αποικιστεί από το μισό – και παραπάνω – του πληθυσμού όλης της Ελλάδος. Κι όπως καθαρίζει η ατμόσφαιρα, ξαναγυρίζει το φως, αυτό το φως – ιδίως το εσπερινό – που την κάνει μοναδική ανάμεσα σ’ όλες τις πόλεις του κόσμου.
Βρέθηκα τυχαία, αυτές τις μέρες, σ’ ένα σημείο ψηλά στον περιφερειακό του Γαλατσίου, που πηγαίναμε για οικογενειακό πικ-νικ στα παιδικά μου χρόνια. Η μυρωδιά του αέρα ήταν ίδια, μυρωδιά από ζέστη, πεύκο και χώμα. Το φως του δειλινού ήταν όπως το θυμόμουν. Η θάλασσα πέρα, κατά τη δύση, πορτοκαλιά κι αχνογάλανη όπως πάντα.
Η θέα, όμως, τελείως διαφορετική. Τα πλατάνια κι η πηγή που θυμόμουν, εξαφανισμένα. Τα σπίτια με τους κήπους έγιναν ακαλαίσθητοι τσιμεντένιοι όγκοι, που σκαρφαλώνουν μέχρι πάνω στα γύρω βουνά, που γυμνώθηκαν απ’ τα δέντρα τους και «ντύθηκαν» στο τσιμέντο.
Όμως, σε πείσμα μας, ο ήλιος που έγερνε τα τύλιγε με τη πορτοκαλιά και γαλάζια μαγεία του. Κι ο ουρανός τα σκέπαζε με το ίδιο φωτεινό γαλάζιο χαμόγελο που θυμόμουν απ’ τα παιδικά μου χρόνια.
Σε πείσμα όλων μας, σε πείσμα της πλεονεξίας, της αδιαφορίας, της αναίδειας και της κατακτητικής βαρβαρότητας μας, αυτή η πολύπαθη πόλη μένει όμορφη – εκπληκτικά όμορφη. Αρκεί να ξέρει κανείς πώς να την κοιτάξει!


0 Responses

Δημοσίευση σχολίου